- πελεμίζω
- Α1. τινάζω κάτι στον αέρα, κινώ δυνατά, σείω, κάνω κάτι να σείεται ή να τρέμει («ὑπὸ βροντής πελεμίζεται εὐρεῑα χθών», Ησίοδ.)2. κινώ κάποιον από τη θέση του3. φρ. «πελεμίζω (τόξον)» — προσπαθώ με μεγάλο κόπο να τεντώσω τόξο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πελεμ-ίζω (πρβλ. δνοπαλ-ίζω, ελελ-ίζω) είναι μετωνοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου ουδ. *πέλεμα που αντιστοιχεί με αμάρτυρο γερμ. *felma (πρβλ. τα συνθ.: γοτθ. us-fil-ma «φοβισμένος, ταραγμένος», αρχ. νορβ. felms - fullr «φρικαλέος»). Οι τ. ανάγονται στη ρίζα *pelā- / pelә2- «πρόσκρουση, σύγκρουση» τού πέλας* και συνδέονται με τα πάλλω* / παλ-μός. Αρχική σημ. τού ρ. πρέπει να θεωρηθεί η «κραδαίνω το δόρυ» με την έννοια τής ετοιμασίας για επίθεση, από όπου η σημ. τής λ. πόλεμος, που, κατά επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ίδιας ρίζας].
Dictionary of Greek. 2013.